- τάφειμα
- τάφ-ειμα [ᾰ], ατος, τό,A tomb, IGRom.3.1381 (Arabia, prob. ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τάφειμα — είματος, το, Α [τάφος] τάφος … Dictionary of Greek